Ο δημόσιος λόγος στην Ελλάδα αντιμετωπίζει τον αγρότη σχεδόν μυθολογικά: ο ζευγολάτης, ο στύλος του έθνους, ο φύλακας της γης και άλλα διηγήματα του βουνού και του λόγγου. Η πραγματικότητα όμως είναι πιο πεζή και ενίοτε πιο σκοτεινή. Οι επιδοτήσεις δεκαετιών δεν οδήγησαν σε παραγωγή αλλά σε κατανάλωση και στρεβλώσεις. Οι «μαϊμού» παραγωγές, τα πολλαπλά ΑΦΜ, τα εικονικά τιμολόγια, οι διαδρομές χρήματος που δεν αντιστοιχούν σε καμία πραγματική καλλιέργεια, η απειλή με τρακτέρ κάθε χρόνο στις εθνικές οδούς ως μέθοδος πίεσης που σε οποιοδήποτε σοβαρό κράτος θα θεωρούνταν εκβιασμός. Όλα αυτά δεν αποτελούν κρυφό μυστικό. Τα γνωρίζουν όλοι. Το ίδιο και η μόνιμη αντίδραση απέναντι σε κάθε απόπειρα ελέγχου του ΟΠΕΚΕΠΕ, διότι οι έλεγχοι απειλούν ένα μοντέλο που έχει εδραιωθεί εδώ και δεκαετίες. Κι όμως, κάθε φορά ένα μέρος της πανεπιστημιακής, πνευματικής ή δημοσιογραφικής ελίτ υιοθετεί αυτή τη ρομαντική ιστορία ως αδιαμφισβήτητη αλήθεια, σαν να ζούμε σε μια εποχή που επιβάλλει την ηθική αναβάπτιση των πάντων.
Ο Διαφωτισμός, λέμε συχνά, είναι ζήτημα παιδείας. Αν διαβάζαμε περισσότερο, αν διδασκόμασταν κριτική σκέψη όλα θα ήταν καλύτερα. Αν αυτό ήταν αλήθεια, η περίπτωση της συγκεκριμένης καθηγήτριας (και χιλιάδες άλλων) θα ήταν αδύνατη. Κι όμως, είναι υπαρκτή και αποκαλυπτική. Δεν αρκεί η μόρφωση εάν το ιδεολογικό υπόστρωμα παραμένει θρησκευτικό. Θρησκευτικό όχι με τη στενή έννοια, αλλά με την ευρεία: πίστη σε ιερές ομάδες, σε «λαούς που δεν σφάλλουν», σε συλλογικές ταυτότητες που δεν επιδέχονται κριτική. Ο ρομαντικός λαϊκισμός είναι μια μορφή πίστης. Και όπως κάθε πίστη, μπορεί να τυφλώσει ακόμη και τους πιο καλλιεργημένους.