Ο πιο κρύος χειμώνας που είχε να φανεί για χρόνια ήλθε να προστεθεί στις τόσες στερήσεις. Ξαφνικά όλα εξαφανίζονται. Στα μαγαζιά βρίσκεις μόνον αλάτι και χαρτί υγείας. Με τα δελτία μοιράζουν λίγο ψωμί από σκουπόσπορο που δεν τρώγεται με τίποτα, πότε πότε λίγη φακή ή λίγες σταφίδες που είναι πάνω από το μισό χώμα και πετραδάκια, λίγα κάρβουνα, λίγα ξύλα και όλα αυτά μετά από ατέλειωτες ώρες ουράς, όρθιοι στην κακοκαιρία. Όχι μόνον λείπουν τα πάντα αλλά απαγορεύθηκε να έχει κανείς προμήθειες. Ψάχνουν τα σπίτια και κατάσχουν ότι θεωρούν περισσότερο από κάτι ελάχιστο. Βιαστικά κρύβομε ότι μπορέσαμε να συγκεντρώσωμε, μάλιστα τόσο καλά που καμμιά φορά δεν μπορούμε να το ξαναβρούμε.
Το νερό κόπηκε: έρχεται για δύο ώρες στις 5 το πρωί δύο φορές την εβδομάδα. Ηλεκτρικό μόνον 50 κιλοβάτ τον μήνα: μόλις και μετά βίας φθάνουν για τον φωτισμό.
Οι Γερμανοί εκδίδουν κάθε μέρα καινούργια φιρμάνια. Η μαύρη αγορά θα ανθίσει μόνον τον επόμενο χρόνο. Από ξένες στατιστικές ξεύρομε ότι απέθνησκαν 2000 άνθρωποι κάθε μέρα σε όλη την Ελλάδα και 6000 τον μήνα στην Αθήνα και Πειραιά μόνον, και αυτό καθ’ όλη την διάρκεια του 1941.
Ακούμε έξω κάτι γοερές φωνές που βογγούν: «Πεινάω καλές μου κυρίες, πεινάω, πεινάω». Έπειτα από λίγο καιρό σωπαίνουν και αυτές οι φωνές. Συνηθισμένη εικόνα είναι τα κάρρα που κουβαλούν στοιβαγμένα πτώματα. Παλεύομε για να εξασφαλίσωμε το ελάχιστο καθημερινό μας και για χάρη των παιδιών προσπαθούμε να δημιουργήσωμε μία ατμόσφαιρα κανονική και ήρεμη. Αλλά πώς; Με τί;
Διαβάστε περισσότερα:
http://www.snhell.gr/testimonies/content.asp?id=634&author_id=144
http://www.snhell.gr/testimonies/content.asp?id=634&author_id=144
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου