Επειδή πολλά ακούγονται και γράφονται εσχάτως με αφορμή το σκάνδαλο της ΕΛ.ΣΤΑΤ. και την υποδικία του προέδρου της, Α. Γεωργίου, για το «swap του Σημίτη», έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον μια αναδρομή στα γεγονότα εκείνης της περιόδου.
Η κυβέρνηση Σημίτη, λοιπόν, εν όψει της εισόδου της χώρας στην ΟΝΕ και προκειμένου να εξασφαλίσει τους απαιτούμενους από την Ε.Ε. δημοσιοοικονομικούς δείκτες προχώρησε το 2001 σε σύμβαση ανταλλαγής (swap) επί νομισμάτων. Στην εν λόγω διμερή σύμβαση, αντισυμβαλλόμενοι ήταν η Ελληνική Δημοκρατία και η γνωστή τράπεζα Goldman Sachs.
Η συγκεκριμένη σύμβαση είχε ως αντικείμενο τη μελλοντική εξέλιξη των διακυμάνσεων ανάμεσα σε δύο νομίσματα, το δε κεφάλαιο αναφοράς ήταν το σύνολο των οφειλών της χώρας, συμπεριλαμβανομένων φυσικά και των ομολογιακών εκδόσεων του Ελληνικού Δημοσίου, η πλειονότητα των οποίων βρισκόταν στα χέρια γερμανικών και γαλλικών τραπεζών.
Οι συμβάσεις ανταλλαγής, είτε σε νόμισμα είτε σε επιτόκια, έχουν ως σημείο αναφοράς ένα προκαθορισμένο νοητό κεφάλαιο. Εν προκειμένω, ως νοητό κεφάλαιο θεωρήθηκε το σύνολο του χρέους της χώρας, συμπεριλαμβανομένων των ομολόγων.
Με βάση τα διεθνή λογιστικά πρότυπα και τους κανονισμούς του ευρωσυστήματος, στο οποίο υπόκειται και η Τράπεζα της Ελλάδος, τα μελλοντικά αποτελέσματα της σύμβασης ανταλλαγής μπορεί να αποτιμηθούν διαφορετικά από την κάθε συμβαλλόμενη πλευρά.
Είναι αυτονόητο ότι οι μελλοντικές θεωρητικές προβλέψεις (πρέπει να) είναι θετικές και για τους δύο συμβαλλομένους, διαφορετικά δεν θα υπήρχε το κίνητρο για τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ τους.
Με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, η πρόβλεψη της κάθε πλευράς εγγράφεται ως πάγιο περιουσιακό στοιχείο στα βιβλία της και ετησίως αποτιμάται το αν παρήγαγε εν τέλει κέρδη ή ζημίες.
Από τη στιγμή που η μελλοντική απόδοση της συμβάσεως είναι θεωρητική, δεν θεωρείται ενέχυρο και δεν χρηματοδοτείται, ούτε φυσικά μπορεί να επηρεάσει τις υποχρεώσεις της χώρας που προκύπτουν π.χ. από τα εγγυημένου κεφαλαίου ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, μεγάλο μέρος των οποίων είχε διατεθεί σε ασφαλιστικά ταμεία είτε άμεσα είτε μέσω του ειδικού λογαριασμού που διατηρούν στην Τράπεζα της Ελλάδος. Αυτό συμβαίνει για τον απλούστατο λόγο ότι ο υπόχρεος εξόφλησης των ομολόγων (εν προκειμένω το κράτος), από τη στιγμή που έκανε μια συμφωνία ανταλλαγής με έναν τρίτο (Goldman Sachs) θέτοντας ως νοητό κεφάλαιο και τις υποχρεώσεις του από τις ομολογιακές εκδόσεις, δεν θα τις αφήσει απλήρωτες αν δεν του πάει καλά η εντελώς διαφορετική συμφωνία και μη συνδεδεμένη με αυτές συμφωνία swap.
Ως εκ τούτου, η συγκεκριμένη εμπορική συμφωνία, οι όροι της οποίας ήταν γνωστοί και αποδεκτοί από την Ε.Ε., δεν αποτελούσε μέρος του χρέους και δεν μπορούσε να αποτελεί, διότι ήταν άγνωστη η οικονομική εξέλιξή της υπό την έννοια ότι θα εκκαθαριζόταν μελλοντικά. Σε περίπτωση αθέτησής της από οποιαδήποτε εκ των δύο πλευρών, τη λύση δίνουν τα διεθνή δικαστήρια.
Ο υπό κατηγορία τελών πρόεδρος της ΕΛ.ΣΤΑΤ. Ανδρέας Γεωργίου θεώρησε καλό να εισαγάγει ως μέρος του χρέους το μεταχρονολογημένο swap! Φυσικά, το έπραξε με τη στήριξη και συγκατάθεση των πολιτικών προϊσταμένων του. Ε, από εκεί άρχισε το «παιχνίδι»!
Οι συνέπειες της κίνησης αυτής ήταν αλυσιδωτές: Ακολούθησε ένα πολύ αρνητικό δημοσίευμα του γνωστού Radermacher στις 8/9/2010, στο Bloomberg, σχετικά με τη δήθεν καθυστέρηση της Ελλάδας να αποκαλύψει τις «μυστικές» συμφωνίες με τα swaps, ώστε να αποκαλυφθεί το πραγματικό χρέος. Αποτέλεσμα, μάλιστα, του δημοσιεύματος ήταν να εκτιναχτούν τα spreads δεκαετών ομολόγων στις 980 μονάδες βάσης, ενώ μέχρι τότε έδειχναν τάσεις αποκλιμάκωσης!
- See more at: http://www.newdemocracy.gr/index.php/site/article/pws-sththhke-to-kolpo-me-to-swap-poy-mas-esteile-sto-d-n-t#sthash.zrJnKjU5.dpuf