Η σημερινή ανάρτηση έχει σκοπό να αποκαταστήσει την αλήθεια όσον αφορά τη συμμετοχή των βρετανικών δυνάμεων στις επιχειρήσεις εναντίον των Ιταλών επιτιθέμενων κατά τη διάρκεια του Έπους του 1940-1941, διότι ορισμένες φορές διαβάζω ιστορικές αναρτήσεις και αγανακτώ από την επιφανειακή έρευνα και την έλλειψη του ιστορικού χωροχρόνου των γεγονότων.
Στον χώρο των φιλελευθέρων, συντηρητικών και δεξιών, τελευταία, έχω συναντήσει συζητήσεις για το γεγονός ότι η Βρετανία ευθυνόταν για την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο και όχι μόνο αυτό αλλά και την εγκατέλειψε κιόλας. Πράγμα που αποτελεί όχι μόνο εσφαλμένη ερμηνεία των γεγονότων, αλλά και διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας. Η βρετανική στρατιωτική βοήθεια στην Ελλάδα αποτελεί θέμα μονογραφίας, εδώ δεν μπορούμε να αναλύσουμε λεπτομερώς κάθε πτυχή της.
Η Βρετανία τον Οκτώβριο του 1940 μαχόταν για την ίδια της την υπόσταση, μόνη απέναντι στον Άξονα. Η επικράτησή της δεν ήταν ακόμα δεδομένη, παρά τις επιτυχίες της Βασιλικής Αεροπορίας στους βρετανικούς ουρανούς, δεν είχε αποσοβηθεί ακόμα το ενδεχόμενο μίας γερμανικής αεροναυτικής απόβασης.
Η πολιορκία του νησιού μαινόταν ακατάπαυστα, και οι δρόμοι, επίσης, της αυτοκρατορίας κινδύνευαν. Η απρόσκοπτη ναυτική ανεφοδιαστική αλυσίδα με τις αποικίες και τις χώρες της Κοινοπολιτείας αποτελούσε αρτηρία ζωτικής σημασίας για την συνέχιση του αγώνα.
Μια από αυτές τις αρτηρίες ήταν, προφανώς, και η Αίγυπτος, με τη διώρυγα του Σουέζ και την σύνδεση με την Νοτιοανατολική Ασία. Για να καταφέρει η Βρετανία να διατηρήσει την κυριαρχία των στενών χρειαζόταν ισχυρές δυνάμεις στην λεκάνη της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Από τη στιγμή που η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Βρετανία, στις 10 Ιουνίου του 1940, ξεκίνησαν οι επιχειρήσεις στην Βόρειο Αφρική. Οι ιταλικές δυνάμεις στις κτήσεις τους στην Λιβύη δέχτηκαν επίθεση περιορισμένης έκτασης από τις δυνάμεις των Βρετανών στην Αίγυπτο στις οποίες αντεπιτέθηκαν.
Ο ιταλικός στόλος, ο πέμπτος μεγαλύτερος στόλος στις θάλασσες του κόσμου, παρόλα τα επιχειρησιακά και τεχνικά ζητήματα που προέκυψαν, είχε μεγάλη ισχύ πυρός και το μέγεθος του δεν ήταν καθόλου αμφισβητήσιμο. Αποτελούσε πρόκληση για τις βρετανικές ναυτικές δυνάμεις η επικράτηση στην θάλασσα.
Με την κήρυξη του πολέμου στην Ελλάδα, ορισμένοι γράφουν και διατείνονται, ότι ο βρετανικός στόλος θα μπορούσε με μεγάλη ευκολία να διοχετεύσει όλες του τις δυνάμεις ώστε να κυριαρχήσει στην Αδριατική. Δεν έχουν άδικο, θα μπορούσε το βρετανικό ναυαρχείο να ρισκάρει σε μία ζαριά μίας τεράστιας ναυμαχίας τον στόλο της Μεσογείου απέναντι σε ολόκληρο τον ιταλικό στόλο. Μα αν έχαναν τη ναυμαχία, θα έχαναν και το Σουέζ. Αν έχαναν το Σουέζ, θα έχαναν αυτοστιγμεί τον πόλεμο.
Παρόλα αυτά, στις 11 Νοεμβρίου του 1940, το βρετανικό αεροπλανοφόρο HMS Illustrious εξαπολύοντας δύο κύματα τορπιλοπλάνων κατάφερε να βυθίσει τρία ιταλικά θωρηκτά στον Τάραντα.
Οι Ιταλοί βατραχάνθρωποι, οι πρώτοι του είδους τους, κατάφεραν να παγιδεύσουν δύο βρετανικά θωρηκτά, τα HMS Elisabeth και HMS Valiant τα οποία έθεσαν εκτός μάχης για δύο χρόνια ώσπου να επισκευαστούν.
Μια ομάδα κρούσης του βρετανικού ναυτικού η Ομάδα Κ, ορμώμενη από τη Μάλτα και αριθμώντας τρία καταδρομικά και τέσσερα αντιτορπιλικά, έπεσε πάνω σε θαλάσσιο ναρκοπέδιο στα ανοιχτά της Τρίπολης. Το καταδρομικό HMS Neptune και το αντιτορπιλικό HMS Kandahar βυθίστηκαν. Άλλο ένα αντιτορπιλικό υπέστη τρομερές ζημιές και συγκεντρωτικά σκοτώθηκαν περισσότεροι από 800 άνδρες των βρετανικών δυνάμεων.
Την άνοιξη του 1941, η ναυμαχία του Ταινάρου, επίσης κατέληξε σε μεγάλη βρετανική νίκη, όταν οι βρετανικός και αυστραλιανός στόλοι καταναυμάχησαν τρία βαρέα καταδρομικά των Ιταλών σε νυχτερινή ενέδρα με τις ιταλικές απώλειες περισσότερες από 2.300 άνδρες.
Επιχείρημα του αντίλογου είναι πως ο ιταλικός στόλος ανεπηρέαστος ανεφοδίαζε με άνδρες και υλικό την εισβολή στην Ελλάδα.
Η βρετανική αεροπορία, επίσης, παρόλες τις απαιτήσεις για την αεράμυνα της ίδιας της Βρετανίας, χρησιμοποίησε τις εν Αιγύπτω αεροπορικές της δυνάμεις προς υποστήριξιν των ελληνικών δυνάμεων.
Διενέργησε 235 εξορμήσεις βομβαρδιστικών κατά των ιταλικών δυνάμεων με κύριο στόχο τους λιμένες ανεφοδιασμού σε Δυρράχιο και Αυλώνα, με το 1/3 αυτών να μη φέρνει τα επιθυμητά αποτελέσματα, και επιχειρήσεις μαχητικών αεροσκαφών για την παρενόχληση των ιταλικών βομβαρδιστικών και την αναχαίτισή τους, κατά την ελληνική προέλαση προς τον Αυλώνα.
Η Βρετανία έδωσε ό,τι μπορούσε σε μια περίοδο που η Ελληνική Βασιλική Αεροπορία από τις πρώτες ημέρες του πολέμου είχε εξαντληθεί έχοντας να αντιμετωπίσει έναν ασύγκριτο αντίπαλο. Οι μοίρες καταδιωκτικών έχοντας 93 επιβεβαιωμένες καταρρίψεις και 26 πιθανές, ανέφεραν απώλειες τεσσάρων πιλότων και δέκα αεροσκαφών.
Συνολικά 163 Βρετανοί άνδρες της RAF έχασαν τη ζωή τους πολεμώντας κατά των Ιταλών εισβολέων, με τους 150 να είναι πληρώματα αεροσκαφών, και απώλεσαν 209 αεροσκάφη· 72 εκ των οποίων εν ώρα υπηρεσίας στους αιθέρες, 55 στο έδαφος, προϊόν ιταλικών και γερμανικών βομβαρδισμών, και άλλα 82 καταστράφηκαν ή εγκαταλείφθηκαν κατά την εκκένωση των βρετανικών δυνάμεων ύστερα από την γερμανική εισβολή.
Τα αποτελέσματα της αεροπορικής δράσης μπορούν να αποτιμηθούν ως μέτρια. Οι ανύπαρκτες δομές σε αεροδρόμια και υλικά, ο άσχημος καιρός που επέτρεπε στα αεροσκάφη να είναι ενεργά μόλις δύο εβδομάδες, κατά τους χειμερινούς μήνες, όπως και η προτεραιότητα υλικού (έμψυχου και άψυχου) στην υπεράσπιση των βρετανικών νήσων και ύστερα της Βορείου Αφρικής δεν επέτρεψε στους Βρετανούς να δώσουν όλες τους τις δυνάμεις στην υποστήριξη των ελληνικών δυνάμεων.
Όμως η δράση τους υπήρξε υπερπολύτιμη αν αναλογιστεί κανείς ότι η δική μας αεροπορία είχε αποδεκατιστεί και ότι μετά την εκκένωση της Ελλάδας η Βρετανία αντιμετώπισε τεράστιο πρόβλημα στις επιχειρήσεις της στη Βόρειο Αφρική μέχρι να ανασυγκροτηθούν εκ νέου οι αεροπορικές της δυνάμεις.
Με την έλευση του 1941 και την δημιουργία του Deutsches Afrikakorps, όπως και τον θάνατο του Ιωάννου Μεταξά, οι βρετανικές δυνάμεις στη Μέση Ανατολή δέχτηκαν διαταγή συγκρότησης Εκστρατευτικού Σώματος για την υποστήριξη των ελληνικών δυνάμεων. Πράγμα που έως εκείνη τη στιγμή ο ίδιος ο Μεταξάς ήθελε πάση θυσία να αποτρέψει ώστε να μη δοθεί στην Γερμανία καμία δικαιολογία ώστε να εισβάλει στην Ελλάδα.
Με τον Μεταξά, όμως, νεκρό, οι Βρετανοί κατέφτασαν στις 7 Μαρτίου του 1941, αριθμώντας 58.000 άνδρες.
Οι άνδρες αυτοί, έχοντας, μεν, πενιχρά απέναντι στους Γερμανούς μηχανοκίνητα μέσα, υπήρξαν η στρατηγική εφεδρεία του στρατού της Μέσης Ανατολής και η εγκατάλειψη όλου του υλικού, όπως και οι χιλιάδες απωλειών τους στην Ελλάδα δεν ωφέλησε σε τίποτα στρατηγικά, και ζημίωσαν και την έκβαση των βρετανικών επιχειρήσεων στη βόρειο Αφρική την παρούσα χρονική στιγμή.
Στον σκοτεινό καιρό του φθινοπώρου του 1940, του χειμώνα του 1940-1941 και στην τελευταία άνοιξη του 1941, πριν τον χειμώνα της σκλαβιάς και του αίματος, η Ελλάδα είχε την ύψιστη τιμή να είναι φάρος καιόμενος τιμής και ανδρείας για την ελευθερία.
Το παραπάνω είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο. Όμως, η νεοελληνικότατη μίρλα και η αρρωστημένη μας αντίληψη ότι όλοι μας χρωστάνε και πρέπει να τρέχουν να μάς σώσουν, δυστυχώς δεν εμμένει σε καφενειακές συζητήσεις και περνάει και στον ακαδημαϊκό χώρο ή στη δημόσια ιστορική συζήτηση.
Αυτή η στάση και η άποψη, όχι μόνο εμφορείται από αχαριστία απέναντι στη μόνη χώρα που ενεργά στάθηκε στο πλάι μας, αλλά αποτελεί και τεράστια προσβολή απέναντι στην ηγεσία του Ιωάννη Μεταξά που προετοίμασε την χώρα για την σύρραξη κατανοώντας ότι το συμφέρον της πατρίδας μας συμπορεύεται με τους Βρετανούς, παρόλη την ηθική και πνευματική συμπάθεια προς την Γερμανία. Ο Ιωάννης Μεταξάς είχε ως μόνη πυξίδα το συμφέρον του Έθνους, όχι την προσωπική του πραγμάτωση.
Επειδή, λοιπόν, ηθικά, η αχαριστία είναι ένα από τα χειρότερα συμπλέγματα, καλό είναι να ρίξετε μία γενικότερη ματιά στα γεγονότα, ώστε να μπορέσετε να αντιληφθείτε το πώς και το γιατί τα γεγονότα εξελίχθηκαν όπως εξελίχθηκαν.