Γράφει ο κ. Βασίλης Χατζηβασιλείου, Δικηγόρος-Ιστορικός.
Στις 23 Απριλίου του 1933 ο τρομερός εγκέλαδος έπληξε ολοκληρωτικά την πόλη της Κω, όπου σκόρπισε το θάνατο και προξένησε ανυπολόγιστες καταστροφές. Ήταν Κυριακή του Αντίπασχα, του Θωμά και εορτή του Αγίου Γεωργίου, όταν ο σεισμός άρχισε στις 8 και 5΄ το πρωί της αποφράδας εκείνης μέρας. Ήταν τεκτονικός, μεγέθους 6,6 και έντασης I=IX της τροποποιημένης κλίμακας Mercalli και κράτησε 27 δευτερόλεπτα στη διάρκεια των οποίων κατέρρευσαν τα περισσότερα σπίτια της πόλης Κω. Οι σεισμικές δονήσεις διαδέχονταν η μια την άλλη, φαινόμενο που εξασθένισε μετά παρέλευση 2 ημερών, ενώ πυκνή ομίχλη και σύννεφο σκόνης επικάλυψε αμέσως την κατεστραμμένη πόλη. Θ’ ακολουθήσει ραγδαία βροχή, ενώ οι κάτοικοι αλλόφρονες θα τρέχουν εδώ κι εκεί, άλλοι για να σωθούν κι άλλοι σε αναζήτηση των συγγενών τους. Κάτω απ’ τα ερείπια των σπιτιών ακούγονταν οι επιθανάτιοι ρόγχοι και τα βογκητά εκείνων που είχαν καταπλακωθεί.
Πρώτο μέλημα της Ιταλικής Διοίκησης αμέσως μετά το σεισμό ήταν να ανασυρθούν με τη συνδρομή του ιταλικού στρατού οι νεκροί και οι τραυματίες απ’ τα ερείπια. Οι νεκροί υπολογίστηκαν σε 178 άτομα (124 Ορθόδοξοι χριστιανοί, 47 Μουσουλμάνοι και 7 Ιουδαίοι).Το 52% των θυμάτων της Ορθόδοξης Κοινότητας Κω ήταν νήπια, παιδιά και έφηβοι. Οι σοβαρά τραυματισθέντες ανήλθαν σε 80 τουλάχιστον άτομα. Οι μεν νεκροί μεταφέρθηκαν στην αυλή του Νοσοκομείου (επί της οδού Ιπποκράτους) και στην αίθουσα της σημερινής Πνευματικής Εστίας, οι περισσότεροι δε από τους βαριά τραυματισμένους προωθήθηκαν στα Νοσοκομεία Ρόδου και Λέρου. Στους άστεγους σεισμοπαθείς που εγκαταστάθηκαν στο Στάδιο μοιράστηκαν αντίσκηνα και κουβέρτες, ενώ παράλληλα άρχισε η διανομή συσσιτίου. Λίγες μέρες αργότερα οι άστεγοι θα κατασκευάσουν ξύλινες παράγκες, που θα τοποθετηθούν σ’ όλη την έκταση της σημερινής οδού Βασιλέως Γεωργίου μέχρι την Πλατεία 7ης Μαρτίου.
Μόλις ακούστηκε η είδηση του φοβερού σεισμού κινήθηκαν πολλοί πατριώτες, καθώς και τα Δωδεκανησιακά Σωματεία της Ελλάδας και του εξωτερικού, για την παροχή βοήθειας στον πληγέντα πληθυσμό της Κω. Πρώτοι οι γείτονες Καλύμνιοι θα στείλουν τρόφιμα και κλινοσκεπάσματα, τα οποία όμως θα καταλήξουν σ’ ελάχιστους σεισμοπαθείς και μη, γιατί ο υπέρμετρος εγωισμός των Ιταλών δεν επέτρεψε το δίκαιο μοίρασμά τους.
Στο μεταξύ τα Γραφεία Τεχνικών και Υγιεινής θ’ αρχίσουν το έργο της καταγραφής των ζημιών. Όσα σπίτια έπαθαν βλάβες ακόμη και εκείνα που δεν έπεσαν, θα δοθεί εντολή να κατεδαφιστούν «για λόγους δημόσιας ωφέλειας» και θα απαγορευθεί η ανοικοδόμηση άλλων στη θέση τους. Θα ακολουθήσει το περίφημο Κυβερνητικό Διάταγμα 129 της 21-6-1933, που θα καθιερώσει την πρώτη δέσμη μέτρων Κυβερνητικής πρόνοιας για τους σεισμοπαθείς, ενώ παράλληλα θα διαγράψει και τις γενικές κατευθύνσεις ενός πολεοδομικού κανονισμού, που θ’ αναφέρεται στην ανοικοδόμηση της νέας πόλης Κω. Την ιδέα βέβαια για μια καινούργια πόλη είχαν συλλάβει οι Ιταλοί απ’ την τετραετία 1926-1930, γι’ αυτό και σχεδίασαν ρυμοτομικό με την επέκτασή της, βοηθούμενοι κι απ’ την καθιέρωση του γεωμετρικού τύπου Κτηματολογίου. Ο σεισμός επιτάχυνε την εφαρμογή αυτή του ρυμοτομικού τους σχεδίου.
Δεν ήταν τυχαίο επίσης που με το πιο πάνω Κυβερνητικό Διάταγμα οι Ιταλοί συγκροτούσαν «Επιτροπείατου σεισμού» (Commissariato pel terremoto) με έδρα την Κω, αναθέτοντας και τα καθήκοντα του Δημάρχου (Podestá) της πόλης στον Επίτροπο του σεισμού, τον Rivano Mela. Θ’ ακολουθήσει άλλη μια δέσμη μέτρων πρόνοιας για τους σεισμοπαθείς, που θα τους προσφέρει τη δυνατότητα της Κυβερνητικής αρωγής για την οικοδόμηση των σπιτιών τους σε απαλλοτριωθείσες ήδη εκτάσεις γης (κυρίως περιβόλια), με βάση το ρυθμιστικό σχέδιο της νέας πόλης. Αυτό που θα δώσει την ευκαιρία στους Ιταλούς Αρχιτέκτονες και Μηχανικούς ν’ αποδείξουν το δαιμόνιό τους σαν καλοί οικοδόμοι όχι μόνο ιδιωτικών, αλλά και δημόσιων (κυβερνητικών) κτιρίων. Το άριστο για τα δεδομένα της εποχής ρυμοτομικό σχέδιο θα συμπληρωθεί με ασφαλτοστρώσεις οδών και πλατειών, με πλήρες δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης, με δενδροφυτεύσεις μεγάλης ποικιλίας δένδρων, ακόμη και αειθαλών, με πάρκα και πεζοδρόμια σ’ όλες ανεξαίρετα τις οδούς. Κι όλα αυτά μέσα σε μια τριετία σχεδόν απ’ την ημέρα του σεισμού. (Λεπτομέρειες για την ανοικοδόμηση της νέας πόλης Κω βλέπε στο βιβλίο μου: «Ιστορία της Νήσου Κω. Αρχαία-Μεσαιωνική-Νεότερη», έκδοση Δήμου Κω 1990, σ.σ. 532-547).
Η εικόνα όμως της παλιάς, της προσεισμικής μικρής, αλλά γραφικής και λουσμένης μέσα σε καταπράσινους κήπους κι εξοχικές επαύλεις, πόλης Κω, έμεινε ανεξίτηλη στη μνήμη των κατοίκων της, τον τρόπο ζωής των οποίων άλλαξε άρδην η φρικτή ανάμνηση του σεισμού και της οδυνηρής απώλειας τόσων ανθρώπινων ψυχών. Ο αείμνηστος Κώος λόγιος και συγγραφέας Μανόλης Κάσδαγλης, φεύγοντας τότε μικρός απ’ το νησί, θα γράψει αργότερα σ’ ένα μικρό βιβλίο του: «Αλλά την Κω δεν την ξανάδα όπως την άφησα. Την κράτησα βαθειά μέσα μου, όπως την θυμόμουν και την αγάπησα – απείραχτη ή κατεστραμμένη: μήτρα ιερή, αξία της καρδιάς, μέτρο ζωής!...».-