H ανοσολογική απάντηση στον εμβολιασμό είναι διαφορετική στην παραγωγή Τ-κυττάρων σε σχέση με εκείνη εάν προϋπήρχε λοίμωξη από τον κορωνοϊό. ΄Ατομα που προηγουμένως έχουν μολυνθεί από τον κορωνοϊό ενδέχεται να μην χρειάζονται δεύτερη δόση εμβολίου.
Το ανθρώπινο ανοσοποιητικό σύστημα έχει δύο κύριους βραχίονες που βοηθούν στην καταπολέμηση των επαναλοιμώξεων. Τα αντισώματα που παράγονται από τα Β-κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος μπορούν γρήγορα να αναγνωρίσουν έναν ιό, να τον στοχεύσουν για καταστροφή και να αποτρέψουν τη μόλυνση. Τα Τ-κύτταρα, από την άλλη, αναγνωρίζουν και καταστρέφουν ήδη μολυσμένα κύτταρα. Ενώ τα αντισώματα είναι πιο αποτελεσματικά στην πλήρη διακοπή της αρχικής μόλυνσης, τα Τ- κύτταρα γενικά διαρκούν περισσότερο μετά από μια αρχική μόλυνση ή εμβολιασμό και μπορούν να βοηθήσουν στην καταστολή της νόσου στα αρχικά της στάδια, αποτρέποντας σοβαρά συμπτώματα.
Τα Τ-κύτταρα, ωστόσο, είναι πολυποίκιλα και είναι δύσκολο να μελετηθούν. Διακριτά υποσύνολα των Τ-κυττάρων ανταποκρίνονται διαφορετικά στα μολυσμένα κύτταρα και έχουν διαφορετικές λειτουργίες εντός της συνολικής απόκρισης των Τ-κυττάρων. Οι περιορισμένες μελέτες που διερεύνησαν τον τρόπο με τον οποίο τα Τ-κύτταρα ανταποκρίνονται στις λοιμώξεις ή τον εμβολιασμό έχουν ως επί το πλείστον μελετήσει τον συνολικό αριθμό των Τ- κυττάρων που αναγνωρίζουν τον ιό SARS-CoV-2. Αλλά στη νέα εργασία οι ερευνητές εστιάστηκαν πέρα από την ποσότητα και στην ποιότητα των Τ-κυττάρων που μπορεί να καταστρέψουν μολυσμένα κύτταρα από ιούς.
Προς τούτο μέτρησαν τα επίπεδα 40 διαφορετικών πρωτεϊνών στην επιφάνεια και στο εσωτερικό των Τ- κυττάρων. Αυτό επέτρεψε να προσδιορίσουν ακριβώς ποια υποσύνολα των Τ- κυττάρων ήταν σε θέση να αναγνωρίσουν τον SARS-CoV-2 πριν και μετά τον εμβολιασμό μίας ή δύο δόσεων καθώς επίσης σε άτομα που προηγουμένως είχαν αναρρώσει από ήπιο COVID-19.
Η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε ότι όλα τα πλήρως εμβολιασμένα άτομα είχαν Τ- κύτταρα που ανταποκρίνονταν σε τρεις διαφορετικές παραλλαγές του ιού, αυτή που εμφανίστηκε στην Κίνα, την παραλλαγή B.1.17 που εντοπίστηκε για πρώτη φορά στο Ηνωμένο Βασίλειο, και την η παραλλαγή B.1.351 που εντοπίστηκε για πρώτη φορά στη Νότια Αφρική. (Η παραλλαγή Δέλτα δεν μελετήθηκε). Επιπρόσθετα, σε άτομα που δεν είχαν μολυνθεί ποτέ με SARS-CoV-2, η ανταπόκριση των Τ- κυττάρων έγινε ισχυρότερη-τόσο στην ποσότητα όσο και στην ποιότητά μετά τη δεύτερη δόση εμβολίου. Ωστόσο, σε εκείνους που είχαν προηγουμένως μολυνθεί από τον κορωνοϊό υπήρξε μικρή αλλαγή μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης δόσης του εμβολίου και ως εκ τούτου μπορεί να μην χρειάζονται δεύτερη δόση εμβολίου.
Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι δεν υπάρχει όφελος από μια δεύτερη δόση σε άτομα που ανάρρωσαν, απλώς οι ερευνητές δεν μπορούσαν να ελέγξουν. Βεβαίως δεν αποκλείεται να υπάρχουν άλλες επιδράσεις στο ανοσοποιητικό σύστημα, όπως εντός των Β κυττάρων, μετά τη δεύτερη δόση». Οι ερευνητές διαπίστωσαν επίσης ότι, ενώ όλα τα άτομα (εμβολιασμένα και μολυσμένα είχαν ισχυρή απόκριση Τ-κυττάρων, τα Τ-κύτταρα εκείνων που είχαν προσβληθεί προηγουμένως από τον κορωνοϊό είχαν μοριακούς δείκτες που υποδηλώνουν ότι τα ανοσοκύτταρα θα μπορούσαν να διαρκέσουν περισσότερο και να μεταναστεύσουν πιο αποτελεσματικά στην αναπνευστική οδό.
Η δυνητικά πιο αποτελεσματική άμυνα των Τ-κυττάρων στην αναπνευστική οδό μπορεί να εξηγήσει γιατί οι δευτερογενείς λοιμώξεις είναι λιγότερο συχνές σε άτομα με προηγούμενη λοίμωξη COVID-19 σε σύγκριση με τα εμβολιασμένα άτομα.
*Neidleman J., et al. 12/10/2021. mRNA vaccine-induced T cells respond identically to SARS-CoV-2 variants of concern but differ in longevity and homing properties depending on prior infection status. eLife DOI 10.7554/eLife.72619
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου